- ραχατεύω
- ραχάτεψα, αναπαύομαι, χουζουρεύω: Λίγοδούλευε και πολύ ραχάτευε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.